Η Λίτσα Στυλιανού είναι συγγραφέας του παιδικού βιβλίο «Η πεταλούδα και η σταγόνα» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ευγνώμων και το books-cy.com επικοινώνησε με τη συγγραφέα ώστε να μάθει περισσότερα.
Αναλυτικά:
Καλησπέρα και ευχαριστώ γι αυτή τη συνέντευξη!
Εγώ σε ευχαριστώ για την ευκαιρία και εύχομαι καλή αρχή στη διαδικτυακή πύλη books-cy.com. Κάθε προσπάθεια που προάγει το βιβλίο και τον πολιτισμό πρέπει να αγκαλιάζεται με αγάπη.
Στο βιογραφικό σου αναφέρεις πως κόλλησες το «μικρόβιο» της συγγραφής από τον παππού σου. Πιστεύεις πως η συγγραφή είναι κληρονομική;
Δεν νομίζω να μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι η συγγραφή, με τη στενή έννοια του όρου, είναι κληρονομική. Ωστόσο, κάποια στοιχεία της προσωπικότητας που θα μπορούσαν να συσχετιστούν με τη συγγραφική δραστηριότητα, μπορεί και να είναι. Όπως για παράδειγμα η εσωτερικότητα, η ανάγκη έκφρασης μέσω του γραπτού λόγου, η επικοινωνία με τους άλλους με τρόπο ασύγχρονο και η φιλοσοφική σκέψη. Τα στοιχεία αυτά τα έχω, όπως τα είχε και ο παππούς και γι’ αυτό του είχα μια ιδιαίτερη αγάπη. Αυτό που εννοούσα όμως είναι πως ο παππούς κατάφερε να μου μεταλαμπαδεύσει, σε πολύ μικρή ηλικία, την αγάπη του για τη λογοτεχνία και τον γραπτό λόγο εν γένει, με τρόπο αβίαστο. Από την ηλικία των επτά χρονών, τον άκουγα να μου απαγγέλλει μικρά δίστιχα ή τετράστιχα και αργότερα Δροσίνη, Ελύτη, Καβάφη, και ένα σωρό ποιήματα μεγάλης έκτασης που τα θυμόταν απ’ έξω. Επιπλέον, ήταν και ο ίδιος συγγραφέας, και το ότι ήμουν κοντά του σε κάθε βήμα και έβλεπα την αγάπη, την αγωνία του και την εσωτερική ικανοποίηση που έπαιρνε μέσα από αυτό, έκανε το πεδίο αυτό πιο οικείο σε μένα και ίσως φύτεψε μέσα μου τα σποράκια ώστε να υπάρξει κάποια στιγμή η ανάγκη, να αγγίξω λίγο απ’ αυτό τον μαγικό κόσμο.

Η πρώτη σου συγγραφική δουλειά απευθύνεται σε παιδιά. Πώς προέκυψε αυτό;
Το γεγονός ότι η πρώτη μου συγγραφική δουλειά απευθύνεται σε παιδιά δεν είναι κάτι που είχα σχεδιάσει. Είχα μέσα μου κάτι να πω, και στην πορεία του ψαξίματος πώς να το πω, αβίαστα η εμπειρία μου με οδήγησε στο να απευθυνθώ σε παιδιά, καθώς, λόγω επαγγέλματος, περνώ μαζί τους τη μισή μου ζωή.
Θα παραμείνεις στο παιδικό βιβλίο ή σκέφτεσαι στο μέλλον να κάνεις και κάτι διαφορετικό;
Η αλήθεια είναι ότι έχω πράγματα να πω, τα οποία δεν θα μπορούσαν να ειπωθούν μέσα από ένα παιδικό βιβλίο. Οπότε, κάποια στιγμή, θα ήθελα να γράψω κάτι που να απευθύνεται σε ενήλικες. Ταυτόχρονα νιώθω πως ό,τι έχω να δώσω στα παιδιά μέσα από τη συγγραφή δεν έχει εξαντληθεί ακόμα. Συνεπώς, θέλω πρώτα να δώσω περισσότερα στο παιδικό βιβλίο, και μετά, γιατί όχι, να ασχοληθώ και με κάτι άλλο.

Μίλησέ μας για την «Πεταλούδα και η σταγόνα» και το εσωτερικό ταξίδι που «κρύβεται» μέσα στο βιβλίο σου.
Η «πεταλούδα και η σταγόνα» συμπυκνώνει πολλά και βαθιά νοήματα. Αφορά ένα εσωτερικό ταξίδι μεταμόρφωσης, μέσα από το οποίο το υποκείμενο ανεβαίνει επίπεδο στην εξέλιξή του, χωρίς όμως να αναιρεί το παρελθόν. Το παρελθόν είναι το θεμέλιο στο οποίο στηρίζεται για να προχωρήσει και αυτή είναι και η δική μου φιλοσοφία για τη ζωή. Οι πιο μεγάλες μεταμορφώσεις γίνονται μονάχα όταν σεβαστεί κανείς την μέχρι στιγμής εξέλιξη, και όχι όταν την αναιρέσει.
Περνάνε μηνύματα μέσα από το βιβλίο σου, μηνύματα που αφορούν όχι μόνο τα παιδιά, αλλά και τους μεγάλους. Αυτό σου βγήκε κατά τη διάρκεια της συγγραφής του βιβλίου ή ήταν κάτι που το είχες στόχο να το περάσεις από την αρχή;
Όλα τα μηνύματα που εμπεριέχονται στο βιβλίο αυτό, είχα στόχο να τα περάσω από την αρχή. Είναι στοιχεία που αποτελούν, πια, μέρος της κοσμοθεωρίας μου και μιας εναλλακτικής θεώρησης της ζωής, πέρα από το προφανές. Αυτό που δεν είχα στόχο εξαρχής, ήταν το συγκεκριμένο αναγνωστικό κοινό, και το πόσο μικρή ή μεγάλη φόρμα θα είχε το τελικό αποτέλεσμα.
Πόσο καιρό σου πήρε για να γράψεις το βιβλίο; Αντιμετώπισες κάποια δυσκολία μέχρι να φτάσει στην έκδοσή του;
Το παραμύθι αυτό το έγραψα μέσα σε μια βδομάδα. Τα μηνύματα ήταν μέσα μου ξεκάθαρα, και μόλις άρχισα να γράφω και να ξεκαθαρίζω ποιο θα ήταν το αναγνωστικό κοινό, μου πήρε συνολικά μια βδομάδα για να το τελειώσω. Όταν το τελείωσα δεν είχα ιδέα ότι κάποια στιγμή θα έφτανε στην έκδοση. Ούτε σαν πρόθεση δεν υπήρχε αυτό στο μυαλό μου. Στην αρχή το διηγούμουν στους μαθητές μου, στο νηπιαγωγείο, και όταν είδα πως μπορούσε να τους αγγίξει, άρχισε μέσα μου να τρυπώνει, αρχικά, και αργότερα να ωριμάζει, η ιδέα της έκδοσης. Με το που πήρα την απόφαση ότι θα ήθελα η ιστορία αυτή να γίνει ένα εικονογραφημένο βιβλίο, με κάποιο τρόπο μαγικό όλα έγιναν εύκολα.

Το παιδικό βιβλίο είναι ιδιαίτερο, γιατί πρέπει να προσέξεις πολλά πράγματα ταυτόχρονα όσο το γράφεις. Ποια είναι η άποψή σου γι αυτό;
Θα συμφωνήσω ότι το παιδικό βιβλίο είναι ιδιαίτερο και όντως, πρέπει να προσέξει κανείς πολλά καθώς το γράφει γιατί έχει να κάνει με αθώες ψυχές. Και αν μιλάμε για τη συγκεκριμένη ηλικία (πέντε χρονών), δεν έχει ακόμα αναπτυχθεί η κριτική σκέψη σε μεγάλο βαθμό. Συνεπώς, κάποια στοιχεία του γραπτού λόγου όπως οι μεταφορές, οι παρομοιώσεις ή ακόμα ο σαρκασμός και το χιούμορ, δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτά όπως θα γίνονταν από έναν ενήλικα. Αυτό σημαίνει ότι κάτι που για έναν ενήλικα θα αποτελούσε λογοτεχνική πρόκληση, ένα παιδί θα μπορούσε να το τραυματίσει ή να το μπερδέψει. Βέβαια πολλά πράγματα αλλάζουν αβίαστα με το πέρασμα του χρόνου, και θεωρώ πως είναι κοινή γνώση, πλέον, ότι σε ένα παιδικό παραμύθι αποφεύγουμε τις περιγραφές βίας. Κάτι άλλο πολύ σημαντικό, είναι το τέλος της ιστορίας. Ένας ενήλικας μπορεί να διαχειριστεί ένα δυσάρεστο ή ένα διφορούμενο τέλος. Για ένα παιδί όμως, τουλάχιστον στη δική μου αντίληψη, το τέλος της ιστορίας πρέπει να αποτελεί κάθαρση.
Κλείνοντας, θα ήθελα να σου ζητήσω να μας αναφέρεις τι άλλο να περιμένουμε από εσένα; Ποια τα μελλοντικά σου σχέδια;
Από μένα, να περιμένετε σίγουρα το δεύτερο μου παιδικό παραμύθι, το οποίο αναμένεται να εκδοθεί τον ερχόμενο Απρίλιο, επίσης από τις Εκδόσεις Ευγνώμων! Είναι κάτι που περιμένω κι εγώ με ανυπομονησία. Από κει και έπειτα, δεν ξέρω πού μπορεί να με πάει η έμπνευσή μου αλλά και η ζωή.
Θέλω να σε ευχαριστήσω και πάλι για την αποδοχή της πρόσκλησης γι αυτή τη συνέντευξη. Η τελευταία παράγραφος είναι δική σου, μπορείς να κλείσεις αυτή τη συνέντευξη όπως εσύ νομίζεις.
Ευχαριστώ ξανά για την ευκαιρία που μου έδωσες. Θα ήθελα να πω σε όλους όσους μπορεί να διαβάσουν αυτή τη συνέντευξη, πως η έκφραση είναι η αλήθεια μας και κάθε είδους έκφραση, όταν μετατρέπεται σε τέχνη, είναι ευλογία. Όσοι δεν έχουν τολμήσει μέχρι τώρα να εκφραστούν μέσα από την τέχνη της συγγραφής, αλλά νιώθουν πως κάτι μέσα τους θέλει να μιλήσει, ας το τολμήσουν. Ποτέ δεν είναι νωρίς και ποτέ δεν είναι αργά.
Το βιογραφικό της Λίτσας Στυλιανού:

Γεννήθηκα το 1983 και μεγάλωσα στο χωριό Τσέρι της επαρχίας Λευκωσίας. Έχω σπουδάσει νηπιαγωγός στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και αφού εργάστηκα για τρία χρόνια σε ιδιωτικά νηπιαγωγεία, συνέχισα τις μεταπτυχιακές μου σπουδές στο The Οpen University απ’ όπου αποφοίτησα με τον μεταπτυχιακό τίτλο «Master of Education: Leadership and Management». Από τότε και μέχρι σήμερα εργάζομαι σε δημόσια νηπιαγωγεία, όπου μαζί με τις πιο αθώες ψυχές, βρισκόμαστε σε μια αέναη διαδικασία μάθησης και εξέλιξης.
Το μικρόβιο της συγγραφής πρέπει να το κληρονόμησα από τον παππού μου, τον πολυαγαπημένο μου παππού. Η συγγραφή για μένα είναι ανάγκη, είναι ένας τρόπος να είσαι σε επαφή με τον εαυτό σου, να βρίσκεις το κέντρο σου. Πάντα έγραφα για μένα, τις σκέψεις μου σε μορφή ημερολογίου. Το χαρτί ήταν για μένα ο καμβάς πάνω στον οποίο άφηνα να ξεδιπλωθεί η ψυχή μου. Χωρίς φτιασίδια, απλά έτσι όπως ήταν τη συγκεκριμένη στιγμή. Αυτό με βοήθησε να μείνω όσο πιο κοντά μπορώ στην αλήθεια μου, σε έναν κόσμο που συχνά την αλήθεια την προσπερνάει και την περιφρονεί. Με βοήθησε στο να μην σταματάω ποτέ να ψάχνω, έστω κι αν αυτό που έψαχνα μέσα μου δεν μπορούσα να το βρω τη συγκεκριμένη στιγμή.
Κάποιες φορές μου περνούσε από το μυαλό να γράψω κάτι το οποίο να επικοινωνήσω και με άλλους, όχι μόνο με τον εσώτερο εαυτό μου, μα σκεφτόμουν ότι υπάρχουν τόνοι βιβλίων, οπότε δεν υπάρχει περίπτωση να γράψει κανείς κάτι καινούριο. Μέχρι που έπεσε η ματιά μου στo πιο κάτω απόφθεγμα του Καναδού συγγραφέα Charles de Lint: «Να θυμάσαι- κανένας άλλος δεν βλέπει τον κόσμο όπως τον βλέπεις εσύ, οπότε κανένας άλλος δεν μπορεί να πει τις δικές σου ιστορίες». Διαβάζοντας αυτό, σκέφτηκα πως, μπορεί να έχω κάτι να πω που με τον ίδιο ακριβώς τρόπο δεν έχει ξαναειπωθεί. Και κάπως έτσι, ξεκίνησε το ταξίδι…
Η πρώτη μου συγγραφική δουλειά δεν θα μπορούσε να έχει άλλους αποδέκτες από τα ίδια τα παιδιά, με τα οποία μοιράζομαι εδώ και χρόνια την μισή μου ζωή.